- ωκυδιδακτος
- ὠκυδίδακτοςὠκῠ-δίδακτος2быстро обучаемый, легко научающийся, восприимчивый к обучению
(ψίττακος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ψίττακος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὠκυδίδακτος — quickiy taught masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκυδίδακτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μαθαίνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + διδακτός (< διδάσκω), πρβλ. αυτο δίδακτος] … Dictionary of Greek